παραλαλῶ — παραλαλέω talk at random pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραλαλέω talk at random pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
παραλάλημα — το, ΝΑ [παραλαλώ] 1. ασυνάρτητη ομιλία 2. απατηλός λόγος … Dictionary of Greek
παραλέγω — ΝΜΑ, παραλέω Ν νεοελλ. 1. λέω πράγματα που φαίνονται ή είναι υπερβολικά, απίστευτα, υπερβάλλω σε όσα λέω («μην τά παραλές» μην είσαι υπερβολικός, μην τά μεγαλοποιείς) 2. λέω πολλά, φλυαρώ αρχ. (το ενεργ. και το παθ.) 1. αποσπώ τις περιττές τρίχες … Dictionary of Greek
παραλαλία — ή, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. διαταραχή τού λόγου, ειδικότερα το φαινόμενο τής παραγωγής ήχου διαφορετικού από τον επιθυμητό και η αντικατάσταση, κατά την ομιλία, ενός φθόγγου από έναν άλλο αρχ. παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλαλῶ. Η λ. με την επιστημον. σημ … Dictionary of Greek
παραλαλητό — το ασυνάρτητη ομιλία, παραμιλητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλαλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. παραμιλ ητό)] … Dictionary of Greek
παραληρώ — έω, ΝΑ λέω ανοησίες ή ασυναρτησίες, φλυαρώ χωρίς νόημα, παραμιλώ, παραλαλώ νεοελλ. 1. ιατρ. έχω παραλήρημα, πάσχω από παραλήρημα 2. μτφ. κυριεύομαι από φρενίτιδα ενθουσιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ληρῶ «μιλώ ανόητα, παραμιλώ»] … Dictionary of Greek